Σε μια κοινωνία που αναπτύσσεται με αλματώδη ταχύτητα, με την τεχνολογία να προσφέρει καθημερινώς νέα επιτεύγματα και τις επιχειρήσεις να πρωταγωνιστούν στα ‘’παιχνίδια’’ προσφοράς και ζήτησης, καθίσταται επιτακτική ανάγκη η ρύθμιση της συμπεριφοράς των τελευταίων, ώστε να αποφευχθούν όσο το δυνατόν πρακτικές που προσιδιάζουν σε αυτές του μονοπωλίου και οι οποίες βλάπτουν τον ανταγωνισμό. Το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, θέτοντας ποσοτικά όρια στον ‘’υπέρμετρο’’ ανταγωνισμό, αποσκοπεί να ρυθμίσει συμπεριφορές επιχειρήσεων που σχετίζονται με:
- Τις απαγορευμένες συμπράξεις (άρθρο 101 ΣΛΕΕ και 1 Ν. 3959/2011)
- Την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 102 ΣΛΕΕ και 2 Ν. 3959/2011)
- Τις συγκεντρώσεις (Κανονισμός 139/2004 και αρ. 5-10 Ν. 3959/2011)
Ειδικότερα Απαγορεύεται η από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης τους στο σύνολο ή σε μέρος της αγοράς της Ελληνικής Επικράτειας.
Ο κανόνας αποσκοπεί στο να ‘’ελέγξει’’ πολιτικές ή στρατηγικές επιχειρήσεων με δύναμη στην αγορά (market power). Αυτό γιατί επιχειρήσεις που απολαμβάνουν την έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά που δραστηριοποιούνται, δηλαδή επιχειρήσεις με υψηλό μερίδιο αγοράς (έως και τα επίπεδα μονοπωλίου) έχουν την τάση να δρουν ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές τους, με άμεσο αποτέλεσμα την επιβολή υψηλότατων τιμών στα προϊόντα τους (τιμές μη επιτρεπτές υπό ανταγωνιστικές συνθήκες) ή άλλων ανάλογων πρακτικών και ως εκ τούτου τη συγκέντρωση τεράστιων ποσών-κερδών από τις επιχειρήσεις σε βάρος του καταναλωτή.
Υποκείμενο του απαγορευτικού κανόνα είναι η ‘’επιχείρηση’’. Για την τυχόν εφαρμογή του απαγορευτικού κανόνα θα πρέπει η επιχείρηση να κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά στην οποία δραστηριοποιείται. Για την αναγνώριση υπάρξεως δεσπόζουσας θέσης λαμβάνονται υπόψιν μεταξύ άλλων κριτήρια όπως το μερίδιο αγοράς της επιχείρησης, τα μερίδια αγοράς των ανταγωνιστών αυτής, η τυχόν ύπαρξη εμποδίων εισόδου, η διαφοροποίηση των προϊόντων της επιχείρησης κ.α. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις πολύ υψηλών μεριδίων αγοράς, της τάξεως π.χ. του 80% με ισχνή παρουσία ανταγωνιστών και υψηλούς φραγμούς εισόδου, μπορεί να γίνεται λόγος και για ‘’υπερδεσπόζουσα ή συντριπτική δεσπόζουσα θέση’’ (super-dominance).
Αντικείμενο του απαγορευτικού κανόνα δεν είναι αυτή καθεαυτή η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, αλλά η κατάχρηση αυτής της θέσης. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού θεωρεί καταχρηστική τη συμπεριφορά μιας επιχείρησης ‘’όταν προκαλείται μεταξύ παροχής και αντιπαροχής εντόνως αδικαιολόγητη ασυμμετρία υπέρ της επιχειρήσεως, η δε ασυμμετρία, μη δικαιολογημένη, να συνιστά αποτέλεσμα εξαναγκασμού εκ μέρους της επιχείρησης, περαιτέρω δε από αυτή τη δραστηριότητα να δημιουργούνται οικονομικά πλεονεκτήματα τα οποία δεν θα πραγματοποιούνταν υπό ομαλή λειτουργία της αγοράς’’. Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί ότι μεταξύ δεσπόζουσας θέσης και καταχρήσεως θα πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια.
Η έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης είναι αντικειμενική, καθώς συνδέεται με τη συμπεριφορά μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση, η οποία είναι τέτοια, λόγω της θέσεως που κατέχει, που επηρεάζει τη δομή της αγοράς και ιδίως εξασθενεί τον ανταγωνισμό. Επομένως, αρκεί η ελεγχόμενη συμπεριφορά να δύναται να επιφέρει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα αν επήλθε ο περιορισμός του ανταγωνισμού ή όχι. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η συμπεριφορά της δεσπόζουσας επιχείρησης είναι καταχρηστική εξετάζεται η μορφή και μόνο της υπό κρίση συμπεριφοράς και όχι τα αποτελέσματά της.
Μορφές καταχρηστικής συμπεριφοράς συνιστούν:
- Επιβολή Κάθετων Περιορισμών: αφορά στην ανάλυση των όρων σε μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες λειτουργούν σε διαφορετικά στάδια της κάθετης αλυσίδας, οι οποίοι περιορίζουν με κάποιο τρόπο την εμπορική ελευθερία των μερών (συνήθως ο περιορισμός επιβάλλεται από τον παραγωγό στον έμπορο).
- Συνδεδεμένες Πωλήσεις: αφορά τις περιπτώσεις tying και bundling.
- Άρνηση Πώλησης
- Συμπίεση Τιμών (price- squeezing): όταν η ηγέτιδα επιχείρηση σε μια πάνω αγορά παρέχει μια βασική εισροή στις επιχειρήσεις οι οποίες ανταγωνίζονται με αυτήν σε μια κάτω αγορά, αντί να αρνηθεί την πρόσβαση στη βασική εισροή, υποβάλλει τους ανταγωνιστές στην κάτω αγορά σε συμπίεση τιμής ή περιθωρίου κέρδους, αυξάνοντας το κόστος της βασικής εισροής και ίσως μειώνοντας και τις τιμές της στην κάτω αγορά.
- Επιθετική Τιμολόγηση: η επιχείρηση υπόκειται σκοπίμως βραχυχρόνιες ζημίες σε μία αγορά τιμολογώντας κάτω του κόστους, έτσι ώστε να προκαλέσει την έξοδο των ανταγωνιστών της από την αγορά, ή τον αποκλεισμό νέων ανταγωνιστών σε αυτή, και να έχει τη δυνατότητα να χρεώνει πολύ υψηλές τιμές μελλοντικά.
- Εκπτώσεις Πίστης (Fidelity Discounts): αφορούν σε Εκπτώσεις για αγορές πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο αγορών και υπολογίζονται επί του συνολικού κύκλου εργασιών. Οι εκπτώσεις αυτές δεν βασίζονται σε οικονομικά κριτήρια (π.χ. ο όγκος των πωλήσεων, το κόστος μεταφοράς κ.α.), αλλά προσφέρουν σε πελάτες οικονομικά πλεονεκτήματα ώστε να συνεχίσουν να συναλλάσσονται με την ίδια επιχείρηση και να τους αποτρέψει από συναλλαγή με άλλον ανταγωνιστή.
- Σταυροειδείς Επιδοτήσεις: όταν μια επιχείρηση χρησιμοποιεί κέρδη που πραγματοποιεί σε μια αγορά στην οποία δραστηριοποιείται (κατά βάση ως κυρίαρχη) σε μια άλλη αγορά στην οποία σημειώνει ζημίες. Η παραβίαση θα υφίσταται κυρίως όταν οι ζημίες προκαλούνται από τιμές που οφείλονται σε επιθετική τιμολόγηση ή όταν αποσκοπούν στον αποκλεισμό ανταγωνιστών από την αγορά.
- Επιβολή Υπερβολικά Υψηλών Τιμών : τιμές που δεν έχουν λογική σχέση με την οικονομική αξία του προσφερόμενου προϊόντος. Με τον τρόπο αυτό η επιχείρηση εμφανίζει κέρδη που υπό συνθήκες ανταγωνισμού δεν θα εμφάνιζε (υπερκανονικά κέρδη). H εν λόγω πρακτική γίνεται λιγότερο εύκολα δεκτή, δεδομένου πως συνιστά αποτέλεσμα άσκησης οικονομικής δύναμης. Σημαντικά κριτήρια συνιστούν η ανάλυση κόστους της ίδιας της επιχείρησης, καθώς και η συγκριτική ανάλυση αγοράς.
- Επιβολή Αδικαιολόγητα Διαφοροποιημένων ή Άνισων Τιμών: είτε διαφορετικές τιμές σε διαφορετικούς πελάτες είτε ίδια τιμή σε διαφορετικούς πελάτες, ενώ το κόστος παροχής του προϊόντος είναι διαφορετικό. Η αιτία της διαφοροποίησης δεν θα πρέπει να οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους.
Υπόθεση 207/2002 (Eπιτροπή Ανταγωνισμού)
Μεγάλη εταιρεία αναψυκτικών κάλυπτε το 65%- 70% του συνόλου των ψυγείων στα τελικά σημεία πώλησης (περίπτερα), ενώ η βασική ανταγωνίστρια κατείχε το 28% περίπου. Εκμεταλλευόμενη η πρώτη τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε στις σχετικές αγορές προβαίνει σε χρησιδανεισμό ψυγείων στους λιανοπωλητές που δεν διαθέτουν κανένα ψυγείο ή διαθέτουν μόνο ένα, υπό τον όρο της αποκλειστικότητας στη χρήση του. Η αποκλειστικότητα αυτή δυσχεραίνει τη διείσδυση πραγματικών ή δυνητικών ανταγωνιστών στις ως άνω αγορές, δεδομένου ότι το τελικό σημείο πώλησης δεν ήταν προσπελάσιμο στους τελευταίους. Με αυτόν τον τρόπο η πρώτη εταιρεία καθιστά εκ των πραγμάτων τα συγκεκριμένα σημεία πώλησης αποκλειστικά καταστήματά της, ενισχύοντας καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της στις σχετικές αγορές. Με βάση τα ανωτέρω η Επιτροπή Ανταγωνισμού κατέληξε ότι ο όρος της αποκλειστικότητας χρήσης των ψυγείων που επιβάλλεται από την έχουσα δεσπόζουσα θέση πρώτη εταιρεία στους λιανοπωλητές που δεν δύνανται να τοποθετήσουν πρόσθετο ανταγωνιστικό ψυγείο συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά στα πλαίσια του αρ. 2 Ν. 703/1977.